- κατάστρωσις
- κατάστρωσιςspreadingfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταστρώσει — κατάστρωσις spreading fem nom/voc/acc dual (attic epic) καταστρώσεϊ , κατάστρωσις spreading fem dat sg (epic) κατάστρωσις spreading fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάστρωσιν — κατάστρωσις spreading fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάστρωση — η (AM κατάστρωσις) [καταστρώννυμι] το στρώσιμο, η στρώση νεοελλ. μτφ. 1. συστηματική σύνταξη, κατάρτιση, σύνταξη σχεδίου, προγράμματος ή λογαριασμού, προετοιμασία 2. (γεωπ.) καλλιεργητική πράξη κατά την οποία τα σπέρματα που αποβάλλουν εύκολα τη… … Dictionary of Greek